καθρεφτίζω

καθρεφτίζω
και καθρεπτίζω [καθρέφτης]
1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω
2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να τό απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά
3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει την ψυχή»)
4. μέσ. καθρεφτίζομαι
α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω τον εαυτό μου σε καθρέφτη
β) απεικονίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθρεφτίζω — καθρεφτίζω, καθρέφτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθρεφτίζω — καθρέφτισα, καθρεφτίστηκα, καθρεφτισμένος 1. αντανακλώ εικόνες σαν σε κάτοπτρο: Η θάλασσα καθρέφτιζε όλο τον ουρανό. 2. αναπαρασταίνω επακριβώς, απεικονίζω: Τα λόγια του καθρεφτίζουν την ψυχή του. 3. το μέσ., καθρεφτίζομαι σημαίνει κοιτάζομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθρέφτισμα — το [καθρεφτίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθρεφτίζω, ο κατοπτρισμός …   Dictionary of Greek

  • ανακατοπτρίζω — 1. καθρεφτίζω εκ νέου 2. εμφανίζω κάτι μετά λόγια μου σαν σε καθρέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατοπτρίζω] …   Dictionary of Greek

  • εισοπτρίζω — εἰσοπτρίζω (Α) 1. καθρεφτίζω 2. μέσ. ομαι αναπολώ, βλέπω με το μυαλό μου …   Dictionary of Greek

  • καθρεπτίζω — βλ. καθρεφτίζω …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτισμός — ο [καθρεφτίζω] το καθρέφτισμα …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτιστός — ή, ό [καθρεφτίζω] αυτός που φαίνεται μέσα σε καθρέφτη ή σαν σε καθρέφτη …   Dictionary of Greek

  • κατοπτρίζω — (ΑΜ κατοπτρίζω) [κάτοπτρον] 1. εμφανίζω την εικόνα ενός αντικειμένου σαν σε κάτοπτρο, απεικονίζω πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», Πλούτ.) 2. (το μέσ.) κατοπτρίζομαι κοιτάζω τον εαυτό μου στο κάτοπτρο, καθρεφτίζομαι νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κατρεφτίζω — βλ. καθρεφτίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”